Ο Φάρος του Αγίου Θεοδώρου στο Αργοστόλι (γνωστός σήμερα ως το Φανάρι των Αγίων Θεοδώρων) και η Αγορά Ληξουρίου, που έμεινε στην ιστορία ως Μαρκάτο είναι δυο από τα πιο εμβληματικά οικοδομήματα της προσεισμικής Κεφαλονιάς. Η ύπαρξη και η μορφολογία τους τεκμηριώνεται από σειρά φωτογραφιών που περιέχονται στο Αρχείο Φωτογραφιών του Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου. Τα δύο οικοδομήματα σχεδιάστηκαν από τον Ιρλανδό πολιτικό μηχανικό και αρχιτέκτονα στην υπηρεσία των Άγγλων, Τζων Πιτ Κέννεντυ (John Pitt Kennedy).
Η Αγορά (Μαρκάτο) στο Ληξούρι σχεδιάστηκε και αποπερατώθηκε στο διάστημα 1822-1828. Πρόκειται για διώροφο κτήριο, το οποίο εδραζόταν σε τριμερή βάση από σκληρή λευκή πέτρα. Όλο το υπόλοιπο κτήριο ήταν από ντόπια ασβεστολιθική πέτρα(πωρόλιθο) από τις γαύες (λατομεία ) του χωριού Σκινέα (ή Σκινιά). Στο ισόγειο, το κτήριο έφερε περιστύλιο με εξήντα αρράβδωτους, δωρικούς κίονες, που ο καθένας είχε ύψος δώδεκα πόδια. Οι πρώτοι κίονες του Μαρκάτου ήταν μονολιθικοί από την ίδια πέτρα και μεταφέρθηκαν στο Ληξούρι, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, πάνω σε καμήλες.
Ο άνω όροφος περιμετρικά έφερε εξώστη, ο οποίος αρχικά κλεινόταν από πώρινους πεσσίσκους (μπαλούστρα). Περιελάμβανε στο ήμισυ του μήκους του μια αίθουσα εξακοσίων θέσεων, η οποία χρησίμευε ως αίθουσα δικαστηρίου, ενώ στο υπόλοιπο μήκος του λειτουργούσε λαγκαστριανό σχολείο και το Δημαρχείο. Στο ισόγειο στεγάζονταν καταστήματα και το ενοίκιο που πλήρωναν οι καταστηματάρχες χρησίμευε για την απόσβεση του κεφαλαίου που δαπανήθηκε για την ανέγερση του κτηρίου και ανερχόταν σε πέντε χιλιάδες λίρες.
Το Μαρκάτο, από τους σεισμούς του 1867, οι οποίοι έπληξαν ιδιαίτερα την Παλική, υπέστη ζημιές, οι οποίες αποκαταστάθηκαν και άντεξε έως το 1930, οπότε και πάλι το κτήριο επισκευάστηκε, σχεδόν ανακατασκευάστηκε. Οι μοντέρνοι κίονες (από μπετόν και σίδερο) δεν άντεξαν το 1953 και λύγισαν. Ενώ το κτήριο μπορούσε να αποκατασταθεί και να διατηρηθεί ως εύγλωττο ίχνος του παρελθόντος μέσα στο παρόν κατεδαφίστηκε όπως και τόσα άλλα.