Ανάμεσα στις δεκάδες πίνακες της αστικής συλλογής του Κοργιαλενείου Μουσείου περιλαμβάνονται και τέσσερις πίνακες του Κεφαλονίτη ζωγράφου Σπύρου Βικάτου, οι οποίοι προέρχονται όλοι από δωρεές. Πρόκειται για τρεις προσωπογραφίες και μια καθημερινή, ηθογραφική σκηνή.
1. Προσωπογραφία Καλομοίρας Βέγια-Αννίνου (πιθανόν δεκαετία 1920, ελαιογραφία σε καμβά)
2. Προσωπογραφία γηραιάς Κυρίας (ελαιογραφία σε καμβά)
3. Προσωπογραφία ηλικιωμένου Κυρίου( ελαιογραφία σε καμβά)
4. Μαθήτριες που μελετούν (π. 1930 , ελαιογραφία σε καμβά)
Ο Σπύρος Βικάτος γεννήθηκε στο Αργοστόλι τον Σεπτέμβριο 1872 (και όχι το 1878, όπως λανθασμένα επαναλαμβάνεται) και πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο 1960.
Έχοντας δείξει από νωρίς το ταλέντο του στη ζωγραφική, εξέθετε τα πρωτόλεια έργα του στην προθήκη του φαρμακείου όπου εργαζόταν, όπως οι περισσότεροι ζωγράφοι, αφού στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ακόμη αίθουσες τέχνης και τις ανάγκες των καλλιτεχνών κάλυπταν οι προθήκες των καταστημάτων.
Με τη βοήθεια του Μητροπολίτη Κεφαλληνίας και μετέπειτα Μητροπολίτη Αθηνών, Γερμανού Καλλιγά, σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα ζωγραφική, με καθηγητές τον Νικηφόρο Λύτρα και πιθανόν και τον Σπύρο Προσαλέντη, τα σχολικά έτη 1889-1890(τεκμηριωμένα από τη Δευτέρα τάξη 1890-91) έως και 1896-1897. Τα σχολικά έτη 1891-1895 και 1898-1899 σπούδασε γλυπτική κοντά στον Γεώργιο Βρούτο.
Με τη μεσολάβηση του Γερμανού Καλλιγά και με υποτροφία της Μονής Πετράκη και της Ευφροσύνης Βαλλιάνου συνέχισε σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου από το 1900 έως το 1905. Στο Μόναχο είχε καθηγητή τον Νικόλαο Γύζη για μικρό διάστημα πριν από τον θάνατό του, τον Peter von Halm (Πέτερ φον Χάλμ) και τον Ludwig von Loefftz (Λουδοβίκο φον Λέφτς). Οι σπουδές του ήταν επιτυχείς και το ακαδημαϊκό έτος 1902-1903 έλαβε το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας του Μονάχου για το έργο του Το Σκάκι.
Ο Βικάτος πρωτοεμφανίστηκε σε ομαδική έκθεση το 1898, αλλά επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1906 ανέπτυξε έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα μέχρι το τέλος της ζωής του. Πάντως η ώριμη και πιο σημαντική φάση του αναπτύσσεται το διάστημα 1910-1939. Το 1908 άνοιξε με την επίσης Κεφαλονίτισσα ζωγράφο, Μαριάνθη Δρακονταειδή, Σχολή ζωγραφικής για δεσποινίδες για την οποία μέχρι στιγμής δεν είναι σχεδόν τίποτε γνωστό.
Ο Βικάτος αναδείχτηκε σε προσωπογράφο της αστικής τάξης , αλλά έχει φιλοτεχνήσει και πολλές ηθογραφικές σκηνές από την καθημερινή ζωή καθώς και λίγες νεκρές φύσεις και λίγα τοπία. Σε συνέντευξή του ανέφερε ότι έχει ζωγραφίσει 900 πίνακες και 2000 σχέδια. Ενώ έζησε σε μια εποχή μεστή από πολιτικά, κοινωνικά και πολεμικά γεγονότα (1872-1960) δεν ενδιαφέρθηκε να αποδώσει ιστορικές σκηνές πλήν μιας περίπτωσης , ενός πίνακα που απεικονίζει τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Στις προσωπογραφίες του προσπαθεί να ψυχογραφεί τους εικονιζομένους, ενώ ιδιαίτερη επίδοση έδειξε στην απόδοση της παιδικής και προπαντός της γεροντικής ηλικίας. Το 1937 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1951 αναγορεύτηκε επίτιμος καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.